ΝΟΜΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ  ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ  

ΑΠ 743/2013 – Εικονικότητα πώλησης και τίμημα


22.12.2013

Περίληψη: Για το κύρος της καταρτισθείσης συμβάσεως πωλήσεως δεν ασκεί επιρροή το αν και πως κατέβαλε ο αγοραστής το τίμημα που συμφωνήθηκε, ούτε η μη καταβολή του τιμήματος καθιστά, αυτή και μόνη, την πώληση εικονική, όπως δεν ασκεί επιρροή και το αν το συμφωνηθέν τίμημα ανταποκρινόταν ή όχι στην αγοραία αξία του πωληθέντος. Απλώς τα γεγονότα αυτά μπορεί να αποτελέσουν δικαστικά τεκμήρια για την εικονικότητα της συμβάσεως κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής προθέσεως των συμβληθέντων.

Αριθμός 743/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα

(...)

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 138§1 του ΑΚ δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 513 του ίδιου Κώδικα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πωλήσεως είναι το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία των μερών για τη μετάθεση της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος, η οποία προκειμένου για ακίνητο πρέπει να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο (άρθρ. 366 ΑΚ). Παρέπεται ότι για το κύρος της καταρτισθείσης συμβάσεως πωλήσεως δεν ασκεί επιρροή το αν και πως κατέβαλε ο αγοραστής το τίμημα που συμφωνήθηκε, ούτε η μη καταβολή του τιμήματος καθιστά, αυτή και μόνη, την πώληση εικονική (ΑΠ 1534/2001, 483/2005), όπως δεν ασκεί επιρροή και το αν το συμφωνηθέν τίμημα ανταποκρινόταν ή όχι στην αγοραία αξία του πωληθέντος. Απλώς τα γεγονότα αυτά μπορεί να αποτελέσουν δικαστικά τεκμήρια για την εικονικότητα της σύμβασης κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής προθέσεως των συμβληθέντων. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, όπως δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών από την εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος της, τα ακόλουθα: “Με το υπ’ αριθμ. …/2-2-2005 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου (…) που μεταγράφηκε νόμιμα, ο αποβιώσας στις 23-1-2009 Λ. Γ. του Γ., του οποίου οι ενάγοντες είναι κληρονόμοι, φέρεται ότι πώλησε και μεταβίβασε στον εναγόμενο εγγονό του αντί του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 100.000 ευρώ την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας την επικαρπία, μιας υπό ανέγερση οικοδομής με υπόγειο (ξενοδοχείο), κειμένης εντός του οικισμού στην παραλία Βράχου Δήμου Ζαλόγγου (…). Για την καταβολή του παραπάνω τιμήματος εκδόθηκε από τον αγοραστή η υπ’ αριθμ. 1/15-2-2005 απόδειξη, την οποία υπέγραψε και ο πωλητής, και βάσει αυτής συντάχθηκε από την ίδια συμβολαιογράφο η υπ’ αριθμ. …/23-2-2005 εξοφλητική πράξη. Περαιτέρω όμως από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδεικνύεται κατά τρόπο αναμφίβολο ότι η πώληση αυτή είναι εικονική, δηλαδή έγινε φαινομενικά μόνο, χωρίς πρόθεση παραγωγής των σχετικών εννόμων αποτελεσμάτων, όπως ισχυρίζονται με την αγωγή τους οι ενάγοντες (…). Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι οι συμβαλλόμενοι στην επίδικη σύμβαση είχαν τη βούληση κατάρτισης αυτής της σύμβασης πώλησης και απέβλεψαν στα έννομα αποτελέσματα αυτής. Υπήρξε δηλαδή σοβαρή και σπουδαία συναλλακτική πρόθεση των συμβληθέντων κατά την κατάρτιση της σύμβασης και με αυτήν αποσκοπούσαν ο μεν εναγόμενος να αποκτήσει την ψιλή κυριότητα του πωληθέντος ακινήτου, ο δε πωλητής να λάβει το συμφωνηθέν τίμημα, ανεξάρτητα αν αυτό ανταποκρινόταν ή όχι στην τότε αγοραία αξία του πωληθέντος ή αν αυτό καταβλήθηκε ή όχι, δοθέντος ότι τα γεγονότα αυτά δεν ασκούν έννομη επιρροή στο κύρος της σύμβασης …” (ακολουθούν εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ ιδίαν αποδεικτικών μέσων και επιχειρήματα του δικαστηρίου υπέρ των ανωτέρω παραδοχών του). Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου-αγοραστή κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει αντιθέτως, και απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων-κληρονόμων (τέκνων) του πωλητή, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι η προαναφερθείσα σύμβαση πωλήσεως ήταν άκυρη, ως εικονική. Υπό τις παραδοχές αυτές του Εφετείου και σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εικονικότητας της επίδικης σύμβασης και επομένως οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προειρημένης διάταξης του άρθρου 138§1 του ΑΚ, στην οποία στηριζόταν η αγωγή, κατά συνέπειαν δε το Εφετείο, που απέρριψε την αγωγή, δεν παραβίασε τη διάταξη αυτή με την μη εφαρμογή της, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο, μέρος πρώτο και δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους.
Με τον δεύτερο και υπό την επίκληση του άρθρου 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται αιτίαση στην αναιρεσιβαλλομένη ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση εκ μέρους του Εφετείου των καταθέσεων των μαρτύρων Μ. Κ., Ε. Ο. και Η. Γ., πατέρα του αναιρεσιβλήτου, από τις οποίες όμως (εκτίμηση κ.λ.π.) δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως και δη εκείνος του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως ο δεύτερος αυτός λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος.
ΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδείξεις που προσκομίστηκαν είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι.
Εν προκειμένω, με τον τρίτο και όπως εκτιμάται λόγο του αναιρετηρίου, από τον αριθμό 11 (όχι 8) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπ’ αριθμ. καταθέσεως 14/24-1-2008 προγενέστερη αγωγή του πατέρα των αναιρεσειόντων-πωλητή κατά του αναιρεσιβλήτου με την οποία ο πρώτος ζητούσε να αναγνωρισθεί άκυρη, ως εικονική, η ένδικη αγοραπωλησία, και η οποία δεν επιδόθηκε στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο. Την αγωγή αυτή είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες στο Εφετείο μεταξύ των άλλων ως αποδεικτικό μέσο του αγωγικού τους ισχυρισμού περί της εικονικότητας της ένδικης δικαιοπραξίας. Και ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθ’ όσον από τη βεβαίωση που περιέχεται στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του αφού έλαβε υπ’ όλη όλα, κατ’ είδος προσδιοριζόμενα, τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και από το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και την προρρηθείσα αγωγή-έγγραφο που είχαν προσκομίσει οι αναιρεσείοντες.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών 10, 11 και 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται ουσιαστικώς ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη την προρρηθείσα (ανωτ. υπό Ι) υπ’ αριθμ. 1/15-2-2003 εξοφλητική απόδειξη χωρίς να διατάξει αποδείξεις ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής του πωλητή, την οποία είχαν αμφισβητήσει οι αναιρεσείοντες. Και ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος, αφού το δικαστήριο, όπως από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει, σχημάτισε την κρίση του για τη γνησιότητα της υπογραφής στο ανωτέρω ιδιωτικό έγγραφο από τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, δεν ήταν δε υποχρεωμένο να διατάξει ιδιαίτερες αποδείξεις για το ζήτημα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 επ. και 457 του ΚΠολΔ, και νομίμως έλαβε υπόψη το ανωτέρω έγγραφο.
ΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-10-2011 αίτηση των Σ. Γ. και Β. Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 172/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013.

http://www.judex.gr/